- Προιτίδες
- αἱ, Α [Προῖτος]1. (με ή χωρίς τη λέξη πύλαι) μία από τις επτά πύλες τών Θηβών, η οποία ονομάστηκε έτσι από τον Προίτο, μυθικό βασιλέα τής Τίρυνθος2. οι τρεις θυγατέρες τού βασιλιά τής Τίρυνθος Προίτου3. (κατά τον Ησύχ.) (πιθ. ανάγν.) «χάριτες».
Dictionary of Greek. 2013.